αστοιχείωτος

αστοιχείωτος
η , ο [ος , ον ] 1. неграмотный, невежественный;
2. (ο ) невежда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αστοιχείωτος" в других словарях:

  • αστοιχείωτος — η, ο (Α ἀστοιχείωτος, ον) όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης αρχ. αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»] …   Dictionary of Greek

  • αστοιχείωτος — η, ο αυτός που δεν κατέχει τις πρώτες και απλούστερες γνώσεις μιας τέχνης ή μάθησης, ο ακατάρτιστος: Στη Φυσική αυτός είναι αστοίχειωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστοίχειωτος — η, ο [στοιχειώνω] 1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο») 2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό …   Dictionary of Greek

  • αστοίχειωτος — η, ο αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, δεν κατοικείται από στοιχειά: Ένα πηγάδι μονάχα πίστευαν πως ήταν στοιχειωμένο, τ άλλα τα θεωρούσαν αστοίχειωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστοιχείωτον — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements masc/fem acc sg ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοιχειώτους — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοιχείωτα — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»